Αλτσχάιμερ: Από την παιδική ηλικία η επίδραση του γονιδίου
Το γονίδιο APOE που σχετίζεται με τον κίνδυνο εκδήλωσης νόσου Αλτσχάιμερ, μπορεί να αρχίζει να δείχνει τις επιπτώσεις του στη δομή του εγκεφάλου και την πνευματική οξύτητα από την προσχολική ηλικία.
Το γονίδιο APOE έχει τρεις εκδοχές: e2, e3 και e4. Ο καθένας εξ ημών είναι φορέας δύο αντιγράφων του γονιδίου, ένα από κάθε γονέα. Η μετάλλαξη e3 είναι η συχνότερη, με πάνω από τα τρία τέταρτα του γενικού πληθυσμού να είναι φορείς τουλάχιστον ενός αντιγράφου.
Περίπου το 14% είναι φορείς της e4 , ενώ το 8% της e2. Τα άτομα με ένα αντίγραφο της e4 έχουν υψηλότερο του μέσου όρου κίνδυνο εκδήλωσης νόσου Αλτσχάιμερ. Οι έχοντες δύο αντίγραφα της μετάλλαξης αντιμετωπίζουν ακόμα μεγαλύτερο κίνδυνο.
Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου της Χαβάη, με επικεφαλής την νευρολόγο Λίντα Τσανγκ, διαπίστωσαν ότι οι εγκεφαλικές απεικονίσεις παιδιών με την μετάλλαξη e4 έδειχναν βραδύτερη ανάπτυξη συγκεκριμένων εγκεφαλικών περιοχών. Πρόκειται για τις ίδιες περιοχές που συχνά εμφανίζουν ατροφία στα άτομα με νόσο Αλτσχάιμερ.
Επιπλέον, ορισμένα από τα παιδιά με την μετάλλαξη e4 είχαν χειρότερες επιδόσεις στα τεστ μνήμης και σκέψης, αν και η υστέρηση αυτή εξαφανίστηκε μετά την ηλικία των οκτώ έως 10 ετών.
Το δείγμα απαρτιζόταν από σχεδόν 1.200 υγιή παιδιά και εφήβους. Το 62% είχε δύο αντίγραφα e3, το ένα τέταρτο τουλάχιστον ένα αντίγραφο της e4 και λιγότερο 2% είχε δύο αντίγραφα της e4.
Τα παιδιά με ένα ή δύο αντίγραφα e4 ήταν αυτά που διέφεραν από τα άλλα σε ορισμένους δείκτες της εγκεφαλικής δομής.
Ομοίως, τα παιδιά με δύο αντίγραφα e4 ή ένα e4 και ένα e2, έτειναν να έχουν τις χειρότερες επιδόσεις στα τεστ μνήμης, σκέψης και προσοχής τουλάχιστον μέχρι την ηλικία των οκτώ ή δέκα ετών.
Σύμφωνα με την Δρ Τσανγκ πιθανόν τα άτομα φορείς της e4 να είναι ευάλωτα στην αρχή και στο τέλος της ζωής τους. Και επισημαίνει ότι δύο πρόσφατες μελέτες σε βρέφη που ήταν φορείς της e4 έδειξαν συγκεκριμένες δομικές ανωμαλίες στις εγκεφαλικές περιοχές που επηρεάζονται συνήθως από τη νόσο Αλτσχάιμερ.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό έντυπο Neurology.
onmed