24/09/2024
         
anonymous Σάββατο, 1 Δεκεμβρίου 2012
Υγεία
+ + -

Όσα πρέπει να γνωρίζουμε για το AIDS

 Πώς μεταδίδεται ο HIV;
Ο HIV μεταδίδεται με τους εξής τρόπους:

Με το αίμα
Με σεξουαλική επαφή χωρίς προφυλάξεις
Με κοινή χρήση σύριγγας
Από τη μητέρα στο νεογνό (κάθετη μετάδοση)

Μετάδοση με το αίμα
Ο HIV ζει στο αίμα. Για να μολυνθούμε με τον HIV πρέπει να έρθουμε σε επαφή με μολυσμένο αίμα. Εάν έρθουμε σε επαφή με μολυσμένο αίμα και το αίμα εισχωρήσει στο δικό μας σώμα μέσω αμυχών, πληγών ή βλεννογόνων μπορεί να μολυνθούμε.

Οι μεταγγίσεις θεωρούνται πλέον ασφαλείς, αφού το αίμα ελέγχεται διεξοδικά για την παρουσία του HIV και άλλων παθογόνων. Είναι πάρα πολύ απίθανο να μολυνθούμε μέσω μεταγγίσεων αίματος.

Ο HIV μπορεί να μεταδοθεί μέσω κοινής χρήσης αντικειμένων όπου μπορεί να υπάρχουν υπολείμματα αίματος, όπως ξυράφια, οδοντόβουρτσες κτλ. Για τον λόγο αυτό αποφεύγετε να χρησιμοποιείτε τις οδοντόβουρτσες και τα ξυράφια άλλων.

Μετάδοση με σεξουαλική επαφή χωρίς προφυλάξεις
Ο HIV περιέχεται στο σπέρμα, τα προσπερματικά υγρά (δηλαδή στα υγρά που βγαίνουν πριν από την εκσπερμάτωση), στην βλέννη του ορθού και στα κολπικά υγρά. Περιέχεται επίσης στο σάλιο αλλά σε ποσότητες που δεν επαρκούν για τη μετάδοσή του.

Εάν κάποιος βλεννογόνος, αμυχή ή πληγή στο δέρμα μας έρθει σε επαφή με σπέρμα ή κολπικά υγρά είναι δυνατόν να μολυνθούμε με τον HIV.
 
 

Από τις σεξουαλικές πράξεις, οι πιο επικίνδυνες για τη μετάδοση του HIV είναι ο κολπικός και ο πρωκτικός έρωτας. Ο λόγος είναι ότι οι βλεννογόνοι του κόλπου και του πρωκτού είναι πολύ ευαίσθητοι και εύκολα τραυματίζονται, οπότε υπάρχουν μικρές, ανεπαίσθητες αμυχές μέσα από τις οποίες να εισχωρήσει ο ιός στον παθητικό σεξουαλικό σύντροφο που δέχεται μέσα του μολυσμένο σπέρμα.

Επίσης επειδή η βλέννη του ορθού περιέχει μεγάλες ποσότητες του HIV, ο ενεργητικός σεξουαλικός σύντροφος μπορεί να μολυνθεί μέσω της ουρήθρας .

Το στοματικό σεξ δεν θεωρείται υψηλού κινδύνου σεξουαλική συμπεριφορά, δεν είναι όμως εντελώς ακίνδυνο. Έχουν αναφερθεί περιπτώσεις μετάδοσης του HIV από τον στοματικό έρωτα. Εξάλλου υπάρχει κίνδυνος για μετάδοση άλλων αφροδίσιων νοσημάτων. Το στοματικό σεξ γίνεται πιο επικίνδυνο εάν υπάρχουν πληγές στο στόμα, ουλίτιδα κτλ, ή αν ο άλλος εκσπερματώνει στο στόμα μας.

Η σωστή χρήση προφυλακτικού ελαχιστοποιεί την πιθανότητα μετάδοσης του HIV μέσω της σεξουαλικής επαφής.

Μετάδοση με κοινή χρήση σύριγγας
Όταν κανείς χρησιμοποιεί σύριγγα, παραμένουν στη βελόνα υπολείμματα αίματος. Αυτά τα υπολείμματα αίματος μπορεί να περάσουν στο σώμα του επόμενου ανθρώπου που θα χρησιμοποιήσει τη σύριγγα. Εάν ο άνθρωπος που έκανε χρήση της σύριγγας πριν από εσάς είναι φορέας του HIV ή άλλων νοσημάτων, είναι πάρα πολύ πιθανό να μολυνθείτε και εσείς. Κατά συνέπεια, πρέπει οπωσδήποτε να χρησιμοποιείτε καινούργια σύριγγα κάθε φορά.

Μετάδοση από τη μητέρα στο νεογνό (κάθετη μετάδοση)
Ο HIV μπορεί επίσης να μεταδοθεί από τη μητέρα στο βρέφος κατά τον τοκετό και τον θηλασμό, αλλά όχι κατά την κύηση. Γι’ αυτό οι οροθετικές μητέρες υποβάλλονται σε καισαρική τομή και αποθαρρύνονται να γαλουχήσουν τα παιδιά τους. Η χρήση αντιρετροϊικών φαρμάκων κατά την κύηση ή λίγο πριν τον τοκετό μειώνουν αισθητά την κάθετη μετάδοση, όπως αποκαλείται η μετάδοση του HIV από τη μητέρα στο βρέφος.
 
 
 
 Πώς μεταδίδεται ο HIV κάνοντας σεξ χωρίς προφυλάξεις
Ο HIV εκτός από το αίμα, περιέχεται στο σπέρμα, τα προσπερματικά υγρά (τα υγρά που βγαίνουν πριν από την εκσπερμάτωση), στην βλέννη του ορθού και στα κολπικά υγρά. Περιέχεται επίσης στο σάλιο, αλλά σε ποσότητες που δεν επαρκούν για τη μετάδοσή του.

 

Εάν κάποιος βλεννογόνος, αμυχή ή πληγή στο δέρμα μας έρθει σε επαφή με μολυσμένο αίμα, σπέρμα, βλέννη ή κολπικά υγρά είναι δυνατόν να μολυνθούμε με τον HIV.
 

Από τις σεξουαλικές πράξεις, οι πιο επικίνδυνες για τη μετάδοση του HIV είναι ο κολπικός και ο πρωκτικός έρωτας ΚΑΙ για τους δύο συντρόφους.

Για εκείνον που δέχεται τη διείσδυση (αν αυτός είναι υγιής, αλλά ο σύντροφός του είναι οροθετικός): Οι βλεννογόνοι του κόλπου και του πρωκτού είναι πολύ ευαίσθητοι και εύκολα τραυματίζονται κατά το σεξ, οπότε δημιουργούνται μικρές, ανεπαίσθητες αμυχές. Αν αυτές έρθουν σε επαφή με μολυσμένο σπέρμα, γίνονται «πύλες εισόδου» για τον ιό στο σώμα. Επιπλέον από αυτούς τους μικροτραυματισμούς μπορεί να υπάρξει και μικροαιμορραγία. Αυτό είναι σημαντικό για εκείνον που διεισδύει.

Για εκείνον που διεισδύει (αν αυτός είναι υγιής, αλλά ο σύντροφός του είναι οροθετικός): Τόσο σε πρωκτική όσο σε κολπική διείσδυση υπάρχει κίνδυνος να κολλήσει κάποιος γιατί από το τρίψιμο του πέους μπορούν να προκληθούν μικροτραυματισμοί στην επιφάνειά του (στο κεφάλι, στο πετσάκι ή στην ουρήθρα) και έτσι να ανοίξουν «πύλες εισόδου» για την είσοδο του ιού στον οργανισμό. Τα μολυσμένα κολπικά υγρά, η βλέννη του ορθού ή το αίμα από τις μικροαιμορραγίες του κόλπου ή του πρωκτού περιέχουν μεγάλες ποσότητες ιού.

Για αυτόν που διεισδύει, το αν θα εκσπερματώσει ή όχι δεν έχει καμία διαφορά. Ο κίνδυνος να κολλήσει παραμένει ο ίδιος. Η εκσπερμάτωση έχει σημασία μόνον για αυτόν που θα δεχτεί το σπέρμα μέσα του/της.

Το στοματικό σεξ δεν θεωρείται σεξουαλική συμπεριφορά υψηλού κινδύνου. Για εκείνον που δίνει το πέος του δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος είτε εκσπερματώσει είτε όχι. Για εκείνον/η που δέχεται το πέος υπάρχει κίνδυνος εάν υπάρχουν πληγές στο στόμα του (άφθες, ουλίτιδα, πρόσφατο βούρτσισμα ή οδοντικό νήμα 2 ώρες πριν και μετά, επίσκεψη στον οδοντίατρο πριν λίγες ώρες, εξαγωγή δοντιού, τραυματισμός γλώσσας) και ο άλλος εκσπερματώσει μέσα στο στόμα του. Έχουν αναφερθεί περιπτώσεις μετάδοσης του HIV σε αυτόν που δέχτηκε σπέρμα στο στόμα του.

Επίσης τα κολπικά υγρά και το αίμα της περιόδου περιέχουν τον HIV και έχουν αναφερθεί περιστατικά μετάδοσης του HIV σε άνδρες από τις συντρόφους τους μέσω στοματικού σεξ.

Με λίγα λόγια:

Η σωστή χρήση προφυλακτικού σε ομοφυλόφιλες ή ετεροφυλόφιλες επαφές (πρωκτικές και κολπικές) ελαχιστοποιεί την πιθανότητα μετάδοσης του HIV.
Στο στοματικό σεξ πρέπει να αποφεύγουμε να εκσπερματώνει κάποιος στο στόμα μας.
 
 
 
 Δείκτες: ελέγχοντας την πορεία της λοίμωξης από HIV
Όταν έχεις HIV είναι απαραίτητο να παρακολουθείς την εξέλιξη του HIV στον οργανισμό σου και το πώς επηρεάζει το ανοσοποιητικό σου σύστημα. Για να παρακολουθεί την πορεία της υγείας σου, ο γιατρός ελέγχει κάποιους δείκτες.

Πέρα από την κλινική εικόνα (δηλαδή το πώς φαίνεσαι, αν έχεις χάσει βάρος, αν αισθάνεσαι καλά ή άσχημα), δύο είναι οι σημαντικότεροι δείκτες: ο αριθμός των Τ4 λεμφοκυττάρων και το ιικό φορτίο.

Ως οροθετικός/η πρέπει σε τακτά χρονικά διαστήματα να κάνεις εξέταση «ιικού φορτίου» και εξέταση για τον «αριθμό Τ4 κυττάρων». Οι εξετάσεις αυτές είναι απαραίτητες όχι μόνο για να αποφασίσεις πότε πρέπει να ξεκινήσεις αγωγή αλλά και, αφού ξεκινήσεις, για να παρακολουθείς πόσο αποτελεσματική είναι η αγωγή.


 Μετά από πόσο καιρό από την επικίνδυνη επαφή να κάνω τεστ;
Στο μεγαλύτερο ποσοστό των περιπτώσεων τα αντισώματα κατά του ιού εμφανίζονται 2-12 εβδομάδες μετά τη μόλυνση. Στους 3 μήνες το 97-99% όσων έχουν μολυνθεί έχει εμφανίσει αντισώματα. Όμως υπάρχουν και σπάνιες περιπτώσεις όπου τα αντισώματα εμφανίζονται αργότερα, μέχρι και 6 μήνες μετά τη μόλυνση.

Αν εξεταστεί κάποιος νωρίτερα από τους 3 μήνες υπάρχει περίπτωση να έχει μολυνθεί, αλλά να μην έχει αναπτύξει ακόμη μετρήσιμα αντισώματα. Αυτή η περίοδος όπου η εξέταση μπορεί να δώσει ψευδώς αρνητικό αποτέλεσμα λέγεται «περίοδος παραθύρου».

Γι' αυτό τον λόγο οι ειδικοί συστήνουν να περιμένει κανείς 3 μήνες μετά ένα ύποπτο συμβάν για να ελέγξει το αν έχει μολυνθεί ή όχι και, αν η πρώτη εξέταση βγει αρνητική, να κάνει μια επανάληψη στους 6 μήνες.

Με την εμφάνιση νεώτερων, πιο ευαίσθητων αντιδραστηρίων (τεστ) είναι πιθανόν να αλλάξουν τα παραπάνω χρονικά διαστήματα, δεδομένου ότι τεστ νεώτερης γενιάς μπορούν να βρουν τα αντισώματα 2-6 εβδομάδες μετά τη μόλυνση. Πάντως προς το παρόν οι 3 μήνες και 6 μήνες παραμένουν ο κανόνας.
 
 

Τι τεστ για HIV γίνονται;
Ο έλεγχος για μόλυνση με τον HIV (τον ιό που προκαλεί AIDS) γίνεται ανιχνεύοντας στο αίμα αντισώματα που έχει φτιάξει ο οργανισμός κατά του ιού. Δεν μετριέται ο ίδιος ο ιός γιατί σε αυτή την φάση δεν είναι απαραίτητο. Η ύπαρξη ειδικών αντισωμάτων κατά του ιού σημαίνει ότι ο οργανισμός έχει έρθει σε επαφή (μολυνθεί) με τον ιό. Δεν υπάρχει απολύτως κανένας άλλος τρόπος να σχηματιστούν αντισώματα κατά του HIV. (Σημ. πολλές άλλες παθήσεις διαγιγνώσκονται με την μέτρηση αντισωμάτων στο αίμα και όχι με την ανίχνευση του μικροβίου που τις προκαλεί, π.χ. σύφιλη, χλαμύδια, ηπατίτιδες, τοξοπλάσμωση κ.α)

Η πιο συνηθισμένη εξέταση για τον HIV λέγεται ELISA (enzyme-linked immunosorbent assay). Αν βγει θετική, επειδή μπορεί να θετικοποιηθεί και από αντισώματα σε άλλα μικρόβια ή μερικές παθήσεις, γίνεται στο ίδιο δείγμα αίματος μια πιο ειδική εξέταση που λέγεται Western Blot (είναι πιο δύσκολη, πιο ακριβή και χρειάζεται εξειδικευμένο προσωπικό).

H Western Blot θεωρείται αξιόπιστη εξέταση, παρότι υπάρχει μια πάρα πολύ μικρή πιθανότητα δώσει «ψευδώς θετικό» αποτέλεσμα (δηλαδή να δείξει μόλυνση σε κάποιον που δεν έχει μολυνθεί). Διάφορες μελέτες έχουν δείξει ότι η πιθανότητα για ψευδώς θετικό αποτέλεσμα είναι 0.0004% με 0.0007% ενώ για ψευδώς αρνητικό (να δείξει ότι δεν υπάρχει μόλυνση σε κάποιον που στην πραγματικότητα έχει μολυνθεί) είναι 0.003%..

Σε κάθε περίπτωση, αν βγουν θετικά η ELISA και η Western Blot, ακολουθεί εξέταση «ιικού φορτίου», δηλαδή απευθείας μέτρηση του ιού HIV στο αίμα.
 
 
 
 
 
 
 
 
 hiv
 


 

 
 
 
 
  Αρχική | Ενότητες | Top Αναρτήσεις | Επικοινωνία  
 
Περίεργα      Υγεία
 
Life Style      Κόσμος
 
Τοπικά